- κασσιτερωτής
- ογανωτής, καλαντζής: Παλαιότερα πηγαίναμε τα κουτάλια στον κασσιτερωτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κασσιτερωτής — ο ο τεχνίτης που επικαλύπτει μαγειρικά σκεύη ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα με κασσίτερο, γανωτής, γανωματής, γανωντζής, καλαϊτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσιτερώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κασσιτεράς — κασσιτερᾱς, ὁ (Α) κασσιτερωτής, γανωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασσίτερος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. αρτυματ άς, λαχαν άς)] … Dictionary of Greek
γανωματάς — γανωματάς, ο και γανωματής, ο ο κασσιτερωτής, ο καλαϊτζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)